Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Ο εγκέφαλός μας δεν σταματά ποτέ να εντοπίζει προβλήματα

Έχετε παρατηρήσει πόσο πολλά προβλήματα παραμένουν στη ζωή μας παρόλη την προσπάθεια που κάνουμε να τα επιλύσουμε; Η έρευνα δείχνει ότι υπάρχει μια ιδιορρυθμία στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται πληροφορίες ώστε όταν κάτι γίνεται σπάνιο, μερικές φορές το «βλέπουμε» πολύ περισσότερο από ποτέ.

Αν υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στη ζωή μας αρχίζουμε να ασχολούμαστε με μερικά σοβαρά προβλήματα και οι προσπάθειές μας φέρνουν αποτέλεσμα στην αποκατάστασή τους, τότε το αναμενόμενο θα ήταν να μπορούμε να χαλαρώσουμε και να πάψουμε να ανησυχούμε αφού τα προβλήματα που μας απασχολούσαν ανήκουν πια στο παρελθόν. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι αντί να χαλαρώνουν επειδή έπαψαν να υφίστανται συγκεκριμένα προβλήματα, αρχίζουν να ανησυχούν για πράγματα που δεν θα τους ενδιέφεραν όταν αντιμετώπιζαν την κρίσιμη κατάσταση.

Συναντάμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις όπου τα προβλήματα δεν φαίνεται ποτέ να σταματούν επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα ορίζουν.

Αυτό το φαινόμενο μεταβολής του ορισμού μιας έννοιας μπορεί να είναι μια πολύ απογοητευτική εμπειρία: πώς μπορείς να ξέρεις αν προχωράς στην επίλυση ενός προβλήματος όταν συνεχίζεις να επαναπροσδιορίζεις τι σημαίνει να το λύσεις;

Ο David Levari θέλοντας να μελετήσει αυτή τη συμπεριφορά και αν μπορεί να προληφθεί, πειραματίστηκε πάνω στο πώς αλλάζει ο ορισμός μιας έννοιας όταν συναντάται λιγότερο συχνά. Η ερευνητική του ομάδα σχεδίασε προσεκτικά μια σειρά από πρόσωπα που κυμαίνονταν από πολύ τρομακτικά έως πολύ ακίνδυνα και τα παρουσίασε σε εθελοντές ζητώντας τους να αποφασίσουν ποιά τους φαίνονται «απειλητικά».

Καθώς τους παρουσίαζαν όλο και λιγότερο «απειλητικά» πρόσωπα με την πάροδο του χρόνου, διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες στο πείραμα επέκτειναν τον ορισμό τους για το «απειλητικό», συμπεριλαμβάνοντας ένα ευρύτερο φάσμα προσώπων. Με άλλα λόγια, όταν δεν έβρισκαν πλέον «απειλητικά» πρόσωπα, άρχισαν να αποκαλούν «απειλητικά» τα πρόσωπα που προηγουμένως αποκαλούσαν «ακίνδυνα». Δηλαδή, αυτό που οι συμμετέχοντες θεωρούσαν «απειλή» αντί να είναι σταθερό, εξαρτιόταν από το πόσες «απειλές» είχαν δει πρόσφατα. Είναι σα να έψαχναν να βρουν πρόβλημα.

Αυτό το είδος ασυνέπειας δεν περιορίζεται στις κρίσεις σχετικά με την απειλή. Σε ένα άλλο πείραμα, ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να πάρουν μια ακόμα πιο απλή απόφαση: αν οι χρωματιστές κουκίδες σε μια οθόνη ήταν μπλε ή μωβ.

Καθώς οι μπλε κουκίδες γίνονταν πιο σπάνιες, οι άνθρωποι άρχισαν να αποκαλούν «μπλε» τις ελαφρώς «μωβ» κουκίδες. Το ίδιο έκαναν ακόμη και όταν οι ερευνητές τους είπαν ότι οι «μπλε» κουκίδες θα γίνουν πιο σπάνιες ή τους προσέφεραν χρηματικά έπαθλα για να παραμείνουν σταθεροί στην κρίση τους με την πάροδο του χρόνου. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να είναι συνεπείς προκειμένου να κερδίσουν ένα χρηματικό έπαθλο, υποδεικνύει ότι η παραπάνω συμπεριφορά δεν υπόκειται εξ ολοκλήρου σε συνειδητό έλεγχο.

Αυτό το φαινόμενο μεταβολής του ορισμού μιας έννοιας παρατηρήθηκε και στις κρίσεις σχετικά με το τι θεωρείται «ανήθικο».

Στο σχετικό πείραμα, ζητήθηκε από τους εθελοντές να διαβάσουν διαφορετικές επιστημονικές μελέτες και να αποφασίσουν ποιες ήταν ηθικές και ποιές ανήθικες. Οι ερευνητές θεωρούσαν αρχικά ότι οι κρίσεις περί ηθικής θα ήταν πιο συνεπείς στο πέρασμα του χρόνου από ότι άλλες κρίσεις, με το σκεπτικό ότι αν σήμερα πιστεύεις ότι η βία είναι λάθος, θα πρέπει να εξακολουθείς να πιστεύεις και αύριο ότι είναι λάθος, ανεξάρτητα από το πόση πολλή ή λίγη βία βλέπεις εκείνη την ημέρα.

Ωστόσο, παραδόξως αποκαλύφθηκε το ίδιο μοτίβο. Καθώς παρουσίαζαν στους συμμετέχοντες όλο και λιγότερες ανήθικες μελέτες με την πάροδο του χρόνου, οι τελευταίοι άρχισαν να αποκαλούν ανήθικες ένα ευρύτερο φάσμα μελετών. Με άλλα λόγια, επειδή διάβαζαν λιγότερες ανήθικες μελέτες, έγιναν σκληρότεροι κριτές για το τι θεωρούνταν ηθικό. Επέκτειναν δηλαδή επέκτειναν τον ορισμό τους για το «ανήθικο».

Γιατί οι άνθρωποι επεκτείνουν αυτό που αποκαλούν απειλητικό όταν οι απειλές γίνονται σπάνιες; Οι έρευνες από τη γνωστική ψυχολογία και τις νευροεπιστήμες υποδεκνύουν ότι αυτή η συμπεριφορά είναι συνέπεια του βασικού τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τις πληροφορίες: συγκρίνουμε συνεχώς αυτό που είναι μπροστά μας με το πρόσφατο περιεχόμενό του. Ο εγκέφαλός μας αρέσκεται στο να κάνει συγκρίσεις.

Αντί να αποφασίσει προσεκτικά πόσο «απειλητικό» είναι ένα πρόσωπο σε σχέση με όλα τα άλλα πρόσωπα, ο εγκέφαλος μπορεί να αποθηκεύσει μόνο πόσο απειλητικό είναι συγκριτικά με άλλα πρόσωπα που έχει δει πρόσφατα ή να το συγκρίνει με κάποιο μέσο όρο προσώπων που έχει δει πρόσφατα ή με το περισσότερο και λιγότερο «απειλητικό» πρόσωπο που έχει δει. Αυτό το είδος σύγκρισης συνάδει με το μοτίβο που βρήκε η ερευνητική ομάδα του Levari στα πειράματά της, γιατί όταν τα «απειλητικά» πρόσωπα γίνονται σπάνια, τα νέα πρόσωπα θα κριθούν συγκριτικά με τα πιο «ακίνδυνα» πρόσωπα. Σε μια πληθώρα από ήπια πρόσωπα, ακόμη και ελαφρώς «απειλητικά» πρόσωπα μπορεί να φαίνονται τρομακτικά.

Τελικά φαίνεται ότι για τον εγκέφαλό μας, οι σχετικές συγκρίσεις συχνά χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια από τις απόλυτες μετρήσεις. Για παράδειγμα, είναι ευκολότερο να θυμάσαι ποιο από τα ξαδέλφια σου είναι το ψηλότερο απ’ότι είναι το να θυμάσαι πόσο ψηλός είναι κάθε ξάδερφος ακριβώς. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος πιθανότατα εξελίχθηκε για να χρησιμοποιεί σχετικές συγκρίσεις σε πολλές καταστάσεις, επειδή αυτές οι συγκρίσεις παρέχουν συχνά αρκετές πληροφορίες για την ασφαλή πλοήγηση στο περιβάλλον μας και για τη λήψη αποφάσεων, ενώ παράλληλα καταναλώνεται όσο το δυνατόν λιγότερη προσπάθεια.

Μερικές φορές, οι σχετικές κρίσεις λειτουργούν καλά. Αν για παράδειγμα, ψάχνεις για ένα εντυπωσιακό εστιατόριο, αυτό που θεωρείς "εντυπωσιακό" στο Παρίσι τουΤέξας θα πρέπει να διαφέρει συγκριτικά με το Παρίσι της Γαλλίας.

Όμως κάποιος που κάνει σχετικές κρίσεις θα συνεχίσει να επεκτείνει την έννοια που δίνει στο «πρόβλημα» ώστε να συμπεριλάβει όλο και ηπιότερες αποκκλίσεις από το «φυσιολογικό», για πολύ καιρό αφότου τα σοβαρά προβλήματα έχουν γίνει σπάνια. Ως αποτέλεσμα, μπορεί ποτέ να μην εκτιμήσει πλήρως την επιτυχία που είχε στη μείωση του προβλήματος για το οποίο ανησυχεί. Από τις ιατρικές διαγνώσεις μέχρι τις οικονομικές επενδύσεις, οι σύγχρονοι άνθρωποι χρειάζεται να κάνουν πολλές και πολύπλοκες κρίσεις, όπου παίζει ρόλο να έχουν μια σταθερότητα.

Πώς μπορούν οι άνθρωποι να παίρνουν πιο σταθερές αποφάσεις όταν είναι απαραίτητο; Η ερευνητική ομάδα του Levari συνεχίζει την έρευνα για να αναπτύξει πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις και να αντισταθμίσει τις παράξενες συνέπειες της σχετικής κρίσης. Πειρμένουμε να μας διαφωτίσει σχετικά.

(Το κείμενο είναι βασισμένο σε άρθρο του David Levari, μεταδιδακτορικού ερευνητή ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.)

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων  https://www.psychotherapeia.net.gr