Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Η ανασφαλής-αποφευκτική προσκόλληση προμηνύει δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις

Όπως αναφέρει ο Siegel (1999), η ανασφαλής-αποφευκτική προσκόλληση είναι αρκετά συνήθης στην κοινωνία μας και προδιαθέτει πολλούς ενήλικες με αυτό το υπόβαθρο, να έχουν διαταραγμένες σχέσεις εγγύτητας. Ωστόσο, είναι ένα σχετικά προσαρμοσμένο και λειτουργικά οργανωμένο μοτίβο που μπορεί να αλλάξει και να εξελιχθεί στην πάροδο του χρόνου με την απόκτηση επίγνωσης μέσω συμβουλευτικής, ψυχοθεραπείας ή εκμάθησης σχεσιακών δεξιοτήτων.

Σύμφωνα με ερευνητές εξελικτικής ψυχολογίας όπως ο Schore (2001), οι μητέρες των ανασφαλών-αποφευκτικών βρεφών εμποδίζουν ή μπλοκάρουν ενεργά τις προσπάθειες αναζήτησης εγγύτητας του μωρού/νηπίου, απαντώντας με τιμωρία ή απόσυρση από το παιδί ή ακόμα και σπρώχνοντας το μακριά. Σε αυτό το σενάριο, η μητέρα έχει τα δικά της άλυτα συναισθηματικά θέματα γύρω από τη σωματική επαφή και την οικειότητα. Η μητέρα μπορεί να είχε την ίδια ανασφαλή-αποφευκτική ιστορία ως παιδί και τώρα αναπαράγει το ίδιο πρόβλημα στην επόμενη γενιά.

Οι μητέρες που έχουν αυτό το θέμα, επισημαίνει η Ogden (2006), φαίνεται να έχουν μια γενική απέχθεια για τη σωματική επαφή, εκτός εάν είναι υπό το δικό τους έλεγχο και με τους δικούς τους όρους. Όπως αναφέρει ο Siegel (1999), η μητέρα μπορεί να αντιδράσει στις προσπάθειες ή στην επιθυμία του μωρού/νηπίου για επαφή τινάζοντας ή τεντώνοντας το σώμα της ή αποφεύγοντας το αμοιβαίο βλέμμα ή παγώνοντας τελείως χωρίς καμία ανταπόκριση.

Το μωρό/νήπιο εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα για την ύπαρξή του και αυτές οι συμπεριφορές της τραυματίζουν το παιδί όπως μας λέει η Ogden (2006). Δυστυχώς, ορισμένες σχολές γονέων διδάσκουν ακόμα τις μητέρες «να μην κακομαθαίνουν το μωρό με την πολλή προσοχή» και έτσι πιθανά αναπαράγουμε αυτό το πρόβλημα στην ανατροφή των παιδιών. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι ότι το μωρό/νήπιο απλά επικοινωνεί τις έμφυτες ανάγκες του και δεν προσποιείται ούτε είναι σε θέση να «κακομάθει» με οποιαδήποτε έννοια. Συνήθως, λέει ο Siegel (1999), ο ενήλικας που δεν έχει εκπληρώσει τις δικές του ενήλικες ανάγκες, έχει την ανάγκη να χαρακτηρίσει κακομαθημένο ή πολύ «αναγκεμένο» ένα μωρό/νήπιο, με εξαίρεση τις καταστάσεις ασθένειας που δημιουργεί ασυνήθιστες ανάγκες από το βρέφος.

Το μωρό/νήπιο πρέπει να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί σε αυτό το γεμάτο τρόμο σενάριο που κάθε φορά απειλεί την ακεραιότητα και την ασφάλεια του. Προσαρμόζεται, όπως επισημαίνει η Ogden (2006), σ’ αυτή τη στάση εγκατάλειψης και μη διαθεσιμότητας του ενήλικα, εκφράζοντας μικρή ανάγκη για εγγύτητα και φαινομενικά λίγο ενδιαφέρον στις προσπάθειες των ενηλίκων για επαφή μαζί του. Το αποφευκτικό παιδί δεν διατηρεί την επαφή όταν αυτή συμβαίνει και δεν την εμπιστεύεται, αντίθετα επικεντρώνεται σε παιχνίδια και άλλα αντικείμενα παρά στη μητέρα. Έχει την τάση να αποφεύγει την επαφή με το βλέμμα της μητέρας και παρουσιάζει ορισμένα ορατά σημάδια δυσφορίας κατά τον αποχωρισμό.

Δυστυχώς, αυτό το αποτέλεσμα είναι μια στοχευμένη έκβαση κάποιων μεθοδολογιών γονικής εκπαίδευσης, που δημιουργούν ένα «υπάκουο» παιδί. Αυτή η προσέγγιση που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός παιδιού που θα έχει ελάχιστες ανάγκες και απαιτήσεις, στην πραγματικότητα δημιουργεί τη βάση για μια μορφή αποφευκτικού παιδιού που αργότερα θα αποφεύγει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία στις διαπροσωπικές του σχέσεις ως ενήλικας. Το παιδί έχει μεγάλο κόστος στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στην εξιδανικευμένη ιδέα του σύγχρονου γονέα για πως πρέπει να είναι ένα παιδί, πως να φέρεται και για να ανταποκριθεί στην τελειομανή και «εξημερωμένη» εικόνα που αντανακλά ναρκισσιστικές τάσεις στην κοινωνία, όπως λέει ο Meier (2010).

Το αποφευκτικό παιδί επίσης αγνοεί ενεργητικά ή ακόμη και αποφεύγει τη μητέρα κατά την επανένωση. Μπορεί να στρέφεται στα παιχνίδια του, να αποτραβιέται, να απομακρύνεται και να διαμαρτύρεται όταν η μητέρα προσπαθεί να το προσεγγίσει ξανά (να το σηκώσει ή να το πάρει αγκαλιά), καθώς δεν θέλει να νιώσει τον πόνο της απόρριψης από τη δυσάρεστη αντιμετώπιση της μητέρας στην κοινωνική εμπλοκή (συμμετοχή) μαζί του, παρατηρεί η Ogden (2006). Σε γενικές γραμμές, δεν επιδιώκει εγγύτητα με τους φροντιστές και είναι συγκρατημένο/επιφυλακτικό συναισθηματικά. Το παιδί μπορεί να συνδεθεί με ένα κατοικίδιο ζώο που του δίνει την αγάπη άνευ όρων που λείπει από τη μητέρα (Siegel, 1999).

Συνήθως τα παιδιά που βίωσαν ανασφαλή-αποφευκτική πρόσδεση, εμφανίζουν κάποια βασικά γνωρίσματα αυτού του μοτίβου πρόσδεσης και κοινωνικής εμπλοκής (συμμετοχής) ως ενήλικες. Μπορεί να έχουν μια περιφρονητική στάση προς τη σπουδαιότητα των σχέσεων εγγύτητας σε ενήλικες σχέσεις. Συχνά αποστασιοποιούνται από τους άλλους, υποτιμούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, γίνονται αυτάρκεις και έχουν την τάση να βλέπουν τα συναισθήματα με κυνισμό (Ogden, 2006).

Σύμφωνα με την Ogden (2006), οι αποφευκτικοί ενήλικες έχουν την τάση να αποσύρονται κάτω από τις πιέσεις της σχέσης ή της εργασίας και να αποφεύγουν την αναζήτηση συναισθηματικής υποστήριξης από τους άλλους. Δεδομένου ότι έχουν ένα διαταραγμένο σύστημα κοινωνικής εμπλοκής (συμμετοχής) και ως άμυνα απέκοψαν τον εαυτό τους από τις εσωτερικές καταστάσεις των συναισθημάτων, αυτά τα άτομα συνήθως ελαχιστοποιούν τις ανάγκες τους για δεσμούς εγγύτητας. Ο Lowen (1996) λέει ότι είναι συναισθηματικά νεκρωμένοι και σε άμυνα. Προτιμούν την αυτορρύθμιση και την στήριξη στον εαυτό τους από την διαπροσωπική υποστήριξη. Μπορεί να θεωρούν την εξάρτηση τρομακτική ή δυσάρεστη και να αποφεύγουν καταστάσεις που θα «ξυπνήσουν» τις ανάγκες τους για συναισθηματικό δεσμό ή οικειότητα (Siegel, 1999).

Σε αυτούς τους ανθρώπους παρατηρούμε συχνά ότι το σώμα τους είναι σε άμυνα, με έντονη μυϊκή θωράκιση και ακαμψία. Η δομή του σώματος αποπνέει ανεξαρτησία αλλά και αμυντική στάση όπου υπάρχει μια απονέκρωση στα συναισθήματα και στις εσωτερικές καταστάσεις της ύπαρξης. Στην Ανάλυση του Χαρακτήρα του Βίλχελμ Ράιχ (1933), αυτή η σωματική δομή συναντάται στο Μαζοχιστικό και στον Άκαμπτο χαρακτήρα. Ενώ το υπόβαθρο και η αιτιολογία της μαζοχιστικής και της άκαμπτης δομής χαρακτήρα όπως περιγράφεται από το Β. Ράιχ, περιλαμβάνει άλλους συντελεστικούς παράγοντες, οι άμυνες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα, είναι παρόμοιες με αυτές που συναντάμε στον ανασφαλή-αποφευκτικό τύπο. Αν και είναι υπό εξέταση το πως η όλη φάση προσκόλλησης στην παιδική ηλικία συμβάλλει άμεσα στην χαρακτηρολογία του ατόμου που προκύπτει, ο Stephen Johnson (2004) συνδέει τις διαταραχές στη φάση προσκόλλησης με εκβάσεις ενσώματων χαρακτηρολογικών δομών. Ας μην ξεχνάμε ότι ο τομέας της εξελικτικής ψυχολογίας και του τραύματος, ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστος την εποχή που ο Βίλχελμ Ράιχ πρότεινε τα 5 βασικά αρχέτυπα χαρακτήρων (βλ. Ανάλυση του Χαρακτήρα).

Το σώμα στους ανασφαλείς-αποφευκτικούς ενήλικες συχνά παρουσιάζει συμπιεσμένους ή μπλοκαρισμένους μυς στους ώμους, που περιορίζουν ή καθιστούν δύσκαμπτη τη χειρονομία της προσέγγισης και αγγίγματος κάποιου άλλου (Ogden, 2006). Κάποιοι μπορεί να δείχνουν παθητικότητα με λίγο συναίσθημα ή σωματική προσπάθεια για άγγιγμα ή προσέγγιση ή αγκάλιασμα. Τα σώματά τους μπορεί να φαίνονται «χωρίς ζωή μέσα τους» (Lowen, 1994). Ως ενήλικες, όταν τους προσεγγίζουν οι άλλοι, μπορεί να αποστρέψουν το βλέμμα τους, να τραβηχτούν προς τα πίσω, να γίνουν ανήσυχοι ή να εμφανίσουν θωράκιση ή άμυνες μέσω της έλλειψης συναισθηματικής επαφής (Ogden, 2006).

Στον ενήλικα μπορεί να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της εσωτερικής του κατάστασης και της εξωτερικής του αντίδρασης και συμπεριφοράς. Μπορεί να είναι νευρικός και ανήσυχος αλλά όταν τον ρωτάς πώς είναι, απαντά πάντα «καλά» και μπορεί να μην έχει καθόλου επίγνωση ότι αυτό που αναφέρει δεν συνάδει με τη σωματική διέγερση ή το συναίσθημά του.

Σε μια σχέση ενηλίκων, ο ανασφαλής-αποφευκτικός τύπος είναι συχνά σε μια ταλάντευση με το σύντροφό του: μπορεί να έρθει κοντά με το άλλο άτομο, να συγκλονιστεί από τη διέγερση της εγγύτητας και να αποσυρθεί μακριά του (Goldberg, 1997). Όταν υποχωρήσει η διέγερση που ένιωσε να τον απειλεί, προσπαθεί να μπει ξανά στη σχέση με τους δικούς του όρους και έτσι να ελέγχει τη δυναμική της.

Ένας τρόπος για την αποφυγή της επαφής είναι η απομάκρυνση και αποδέσμευση από το άλλο πρόσωπο, έτσι ώστε να διατηρηθεί η ατομικότητα αλλά το τίμημα είναι ότι δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ των δύο ατόμων. Η αποφευκτική προσωπικότητα μπορεί να υποκινείται από ένα φόβο εγγύτητας, όπου αισθάνεται πολύ απειλητικό το να πλησιάσει πολύ κοντά τον άλλο. Ή μπορεί να μην έχει την ικανότητα να συνδεθεί με τους άλλους, καθώς είναι κλειστός συναισθηματικά και έτσι δεν είναι σε θέση να αισθανθεί πολλά σε συναισθηματικό επίπεδο (Siegel, 1999). Οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες πάσχουν επίσης από αυτό το βασικό πρόβλημα (Johnson, 2004).

Το χαμηλό όριο ανοχής που έχει ως προς τη διέγερση, σημαίνει ότι συνήθως μαθαίνει να τη ρυθμίζει μέσω της απομόνωσης, εσωστρέφειας, διαβάσματος, αφηρημάδας και κόσμους της φαντασίας (Ogden, 2006). Είναι επιρρεπής σε εθισμό στο διαδίκτυο, όπου είναι δυνατή η πρόσβαση σε εναλλακτικές πραγματικότητες που είναι «ασφαλείς» και κάτω από τον έλεγχό του (Buchanan, 2009).

Ο ενήλικας μπορεί εύκολα να μπει σε απογοήτευση και θυμό, καθώς δυσκολεύεται να ρυθμίσει τη συναισθηματική του διέγερση. Μπορεί να εκφράσει εχθρότητα σε σχέσεις με τους συνομηλίκους λόγω έλλειψης δεξιοτήτων κοινωνικής εμπλοκής (συμμετοχής) για να επιλύσει συγκρούσεις (Ogden, 2006). Αυτό είναι συχνά ένα πρόβλημα στις προσωπικές του σχέσεις, όπου είναι πιο πιθανό να ενεργοποιηθεί η συναισθηματική διέγερση.

Η αποφυγή της επαφής αποκλείει τη δυνατότητα της οικειότητας. Η οικειότητα μπορεί να αρχίσει να αναπτύσσεται μόνο αν και οι δύο άνθρωποι είναι παρόντες με τον αυθεντικό τους εαυτό και παραμείνουν σε επαφή. Επαφή είναι ο χορός της ανταλλαγής συναισθημάτων και σκέψεων σε μια συνεχή ροή, με ειλικρίνεια και χωρίς προσπάθεια να ελέγξεις το αποτέλεσμα. Αυτό είναι δύσκολο, τρομακτικό και συναρπαστικό ακόμη και όταν κάποιος έχει ένα λειτουργικό σύστημα κοινωνικής εμπλοκής (συμμετοχής) από τη φάση προσκόλλησης της παιδικής ηλικίας. Όταν αυτό το σύστημα διαταραχθεί, γίνεται λιγότερο πιθανό χωρίς την κατάλληλη θεραπεία να ξεπεραστούν αυτοί οι περιορισμοί και τα προβλήματα για τη σύναψη και διατήρηση συναισθηματικά στενών ενήλικων σχέσεων.

Οι κοινωνικές πρακτικές ελεγχόμενης ανατροφής των παιδιών, ελεγχόμενου κλάματος και η ανάθεση των βρεφών και των νηπίων σε Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας, μπορεί να συμβάλλει και να επιταχύνει αυτή την αρνητική έκβαση στις επόμενες γενιές.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr

Πηγές

Goldberg J. (1997),The Dark Side of Love, The Aquarian Press – Harper Collins, London.

Johnson Stephen (1994), Character Styles· W. W. Norton & Company.

Lowen Alexander (1994), Bioenergetics, Penguin/Arkana.

Lowen A. (1996), Language of the Body, MacMillan, New York.

Meier P., Munz C., Charlebois L. (2010), You Might Be a Narcissist If... - How to Identify Narcissism in Ourselves and Others and What We Can Do About It, Langdon Street Press.

Ogden Pat, Minton Kekuni, Pain Clare (2006), Trauma and the Body: A Sensorimotor Approach to Psychotherapy, W. W. Norton & Company.

Schore, A.N. (2001), The effects of a secure attachment relationship on right brain development, affect regulation, and infant mental health, Infant Mental Health Journal, 22, 7-66.

Siegel, D. (1999), The developing mind, New York: Guilford Press.