Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Διασχιστική Διαταραχή ταυτότητας (ΔΔΤ / DID)

Η Διασχιστική Διαταραχή ταυτότητας (ΔΔΤ / DID) ή Διαταραχή Πολλαπλής Προσωπικότητας (ΔΠΠ / MPD) όπως ονομαζόταν παλαιότερα, ανήκει στην κατηγορία διασχιστικών ή αποσυνδετικών διαταραχών, μια κατηγορία ψυχικών ασθενειών που περιλαμβάνουν διαταραχές ή βλάβες της μνήμης, της επίγνωσης, της ταυτότητας ή/και της αντίληψης.

Όταν μία ή περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες διαταράσσεται, συχνά προκύπτουν συμπτώματα που μπορεί να επηρεάσουν τη γενική λειτουργία ενός ατόμου, τις κοινωνικές του δραστηριότητες, την εργασιακή του απόδοση/συμπεριφορά και τις σχέσεις του. Οι άνθρωποι με ΔΔΤ συχνά έχουν προβλήματα με την ταυτότητά τους και την αίσθηση της προσωπικής ιστορίας τους.

Η αποσύνδεση ή διάσχιση αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των διασχιστικών διαταραχών. Είναι ένας μηχανισμός διαχείρισης που χρησιμοποιεί ένα άτομο για να αποσυνδεθεί από μια στρεσογόνα ή τραυματική κατάσταση ή για να διαχωρίσει τραυματικές αναμνήσεις από την «κανονική» επίγνωση. Είναι ένας τρόπος για να σπάσει ένα άτομο τη σύνδεση μεταξύ του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου, καθώς και για να αποστασιοποιηθεί από την επίγνωση του τι συμβαίνει. Η αποσύνδεση μπορεί να χρησιμεύσει ως ένας μηχανισμός άμυνας κατά του σωματικού και συναισθηματικού πόνου ενός τραυματικού ή στρεσογόνου βιώματος. Αποσυνδέοντας οδυνηρές αναμνήσεις από την καθημερινή διαδικασία της σκέψης, ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει την αποσύνδεση για να διατηρήσει ένα σχετικά υγιές επίπεδο λειτουργικότητας, σα να μην είχε συμβεί το τραύμα.

Η διάσχιση / αποσύνδεση μπορεί να περιγραφεί ως μια προσωρινή νοητική διαφυγή (παρόμοια με την αυτο-ύπνωση) από το φόβο και τον πόνο του τραύματος. Ακόμη και αν το τραύμα αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν, το εναπομείναν μοτίβο αποσύνδεσης -διαφυγής από στρεσογόνες καταστάσεις- συνεχίζεται. Όταν η αποσύνδεση γίνεται επανειλημμένα -όπως στην περίπτωση της παρατεταμένης κακοποίησης- αυτές οι αποσυνδεδεμένες ψυχικές/διανοητικές καταστάσεις μπορεί να αποκτήσουν ξεχωριστές δικές τους ταυτότητες. Η διαταραχή μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε ηλικία, από την παιδική ηλικία έως την όψιμη ζωή.

Ένα άτομο με ΔΔΠ -που είναι η πιο σοβαρή μορφή διασχιστικής διαταραχής- έχει δύο ή περισσότερες διαφορετικές καταστάσεις προσωπικότητας -που μερικές φορές αναφέρονται ως «εναλλακτικές καταστάσεις προσωπικότητας» (alters)- καθεμία από τις οποίες αναλαμβάνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του ατόμου σε κάποια χρονική περίοδο. Κάθε εναλλακτική κατάσταση προσωπικότητας μπορεί να έχει διακριτά χαρακτηριστικά, προσωπική ιστορία και τρόπο αντίληψης και συσχέτισης με το περιβάλλον. Μία εναλλακτική κατάσταση προσωπικότητας μπορεί να είναι ακόμη και διαφορετικού φύλου, να έχει δικό της όνομα, ιδιαιτερότητες ή προτιμήσεις. Το άτομο με ΔΔΤ μπορεί να έχει ή όχι επίγνωση των διακριτών καταστάσεων προσωπικότητας και ενδέχεται να μην έχει μνήμες από την περίοδο όπου μια άλλη εναλλακτική κατάσταση ήταν κυρίαρχη. Το στρες ή ένας υπενθυμητής του τραύματος, μπορεί να πυροδοτήσει μια εναλλαγή των διακριτών καταστάσεων. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει μια χαοτική ζωή και να προκαλέσει προβλήματα στην εργασία και στις κοινωνικές περιστάσεις.

Το πόσο εμφανείς είναι οι διαφορετικές ταυτότητες, ποικίλλει. Συνήθως είναι πιο εμφανείς όταν το άτομο βρίσκεται κάτω από έντονο στρες. Αυτό που είναι γνωστό στη μια ταυτότητα, μπορεί ή όχι να είναι γνωστό από μια άλλη ταυτότητα. Δηλαδή, μια ταυτότητα μπορεί να έχει αμνησία για γεγονότα που βιώνουν οι άλλες ταυτότητες. Κάποιες ταυτότητες φαίνεται να γνωρίζουν και να αλληλεπιδρούν με άλλες σε έναν περίτεχνο εσωτερικό κόσμο και κάποιες ταυτότητες αλληλεπιδρούν περισσότερο από άλλες.

Σε κάποιες περιπτώσεις, οι διαφορετικές ταυτότητες είναι πολύ εμφανείς (εύκολα αντιληπτές από τους άλλους). Οι ασθενείς μιλούν και συμπεριφέρονται με έναν προφανώς διαφορετικό τρόπο από το συνήθη, σαν να έχει αναλάβει ένα άλλο πρόσωπο ή όν. Η νέα ταυτότητα μπορεί να είναι αυτή ενός άλλου προσώπου ή ενός υπερφυσικού όντος/πνεύματος (συχνά ένας δαίμονας ή Θεός), που μπορεί να απαιτεί τιμωρία για παρελθούσες πράξεις.

Σε πολλούς πολιτισμούς, παρόμοιες καταστάσεις «κατάληψης» είναι ένα φυσιολογικό μέρος της πολιτιστικής ή πνευματικής κουλτούρας και δεν θεωρούνται διασχιστική διαταραχή ταυτότητας. Η μορφή «κατάληψης» που εμφανίζεται στη διασχιστική διαταραχή ταυτότητας διαφέρει στο ότι η εναλλακτική ταυτότητα είναι ανεπιθύμητη και συμβαίνει χωρίς τη θέληση του ατόμου, προκαλεί σημαντική δυσφορία και δυσλειτουργία και εκδηλώνεται σε χρόνους και τόπους που παραβιάζουν πολιτιστικές ή/και θρησκευτικές νόρμες.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι διαφορετικές ταυτότητες δεν είναι τόσο εμφανείς. Αντ’ αυτού, οι ασθενείς μπορεί να βιώνουν μια ξαφνική αλλαγή στην αίσθηση του εαυτού τους και αισθήματα αποπροσωποποίησης, δηλαδή, αισθάνονται μη πραγματικοί, απομακρυσμένοι από τον εαυτό τους και αποκομμένοι από τις σωματικές και διανοητικές λειτουργίες τους. Αισθάνονται σαν παρατηρητές της ζωής τους, σαν να βλέπουν τον εαυτό τους σε μια ταινία στην οποία δεν έχουν κανέναν έλεγχο (απώλεια ελέγχου). Μπορεί να έχουν την αίσθηση ότι το σώμα τους είναι διαφορετικό (π.χ., όπως αυτό ενός μικρού παιδιού ή κάποιου του αντίθετου φύλου) και δεν τους ανήκει. Μπορεί να έχουν ξαφνικές σκέψεις, παρορμήσεις και συναισθήματα που δεν φαίνεται να τους ανήκουν και που μπορεί να εκδηλώνονται ως μπερδεμένοι χείμαρροι σκέψεων ή ως φωνές. Ορισμένες εκδηλώσεις μπορεί να γίνονται αντιληπτές από τους άλλους. Για παράδειγμα, η συμπεριφορά των ασθενών, απόψεις και προτιμήσεις (π.χ., σχετικά με το φαγητό, τα ρούχα ή τα ενδιαφέροντα) μπορεί ξαφνικά να αλλάξουν και μετά να επανέλθουν.

Πολλοί έχουν επίσης υποτροπιάζουσα διασχιστική αμνησία.

Αιτιολογία

Η ΔΔΤ εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που βίωσαν συντριπτικό άγχος κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η ΔΔΤ προκύπτει από ακραία και επαναλαμβανόμενα τραύματα κατά τη διάρκεια σημαντικών αναπτυξιακών περιόδων της παιδικής ηλικίας. Το τραύμα συχνά αφορά σοβαρή συναισθηματική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση ή παραμέληση αλλά θα μπορούσε επίσης να συνδέεται με μια φυσική καταστροφή ή πόλεμο. Μια σημαντική πρόωρη απώλεια, όπως η απώλεια ενός γονέα, μια σοβαρή ιατρική ασθένεια ή άλλα δυσβάσταχτα στρεσογόνα γεγονότα θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν παράγοντες στην ανάπτυξη της ΔΔΤ. Προκειμένου να αντέξει το υπερβολικό στρες, το άτομο διαχωρίζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που συνδέονται με τραυματικές εμπειρίες, από το συνηθισμένο επίπεδο της συνειδητής επίγνωσης.

Τα παιδιά δεν γεννιούνται με μια αίσθηση ενιαίας ταυτότητας. Αναπτύσσονται μέσα από πολλές πηγές και εμπειρίες. Σε παιδιά που έχουν υποφέρει, διάφορες πτυχές βιωμάτων που θα έπρεπε να αναμειχθούν μεταξύ τους, παραμένουν διαχωρισμένες. Έτσι, σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά που επιτυγχάνουν συνεκτική, σύνθετη αντίληψη του εαυτού τους και των άλλων, τα παιδιά που έχουν υποστεί σοβαρή κακοποίηση μπορεί να περάσουν φάσεις στις οποίες οι διαφορετικές αντιλήψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα των βιωμάτων της ζωής τους διατηρούνται διαχωρισμένα. Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα παιδιά μπορεί να αναπτύξουν μια αυξανόμενη ικανότητα να ξεφεύγουν από την κακομεταχείριση «φεύγοντας» ή βρίσκοντας καταφύγιο μέσα στο μυαλό τους. Κάθε φάση ανάπτυξης ή τραυματική εμπειρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί μια διαφορετική ταυτότητα.

Το γεγονός ότι ΔΔΤ φαίνεται να επαναλαμβάνεται σε άτομα της ίδιας οικογένειας, δείχνει επίσης ότι μπορεί να υπάρχει μια κληρονομική τάση για αποσύνδεση. Η ΔΔΤ φαίνεται να είναι πιο συχνή στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο υψηλότερο ποσοστό σεξουαλικής κακοποίησης στις γυναίκες.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα της ΔΔΤ είναι παρόμοια με εκείνα πολλών άλλων σωματικών και ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της κατάχρησης ουσιών, επιληψίας και Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες (PTSD). Τα συμπτώματα της ΔΔΤ μπορεί να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

  • Μεταβαλλόμενα επίπεδα λειτουργικότητας, από ιδιαίτερα αποτελεσματική έως ανικανότητα.
  • Σοβαροί πονοκέφαλοι ή πόνοι σε άλλα μέρη του σώματος.
  • Αποπροσωποποίηση (επεισόδια με αίσθημα αποσύνδεσης ή αποστασιοποίησης από το σώμα και τις σκέψεις σου).
  • Αποπραγματοποίηση (αντίληψη του εξωτερικού περιβάλλοντος ως εξωπραγματικού).
  • Κατάθλιψη ή εναλλαγές της διάθεσης.
  • Ανεξήγητες αλλαγές στις συνήθειες διατροφής και ύπνου.
  • Άγχος, νευρικότητα ή κρίσεις πανικού.
  • Προβλήματα στη σεξουαλική λειτουργία.
  • Απόπειρες αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμού.
  • Κατάχρηση ουσιών.
  • Αμνησία (απώλεια μνήμης) ή μια αίσθηση «χαμένου χρόνου».
  • Ψευδαισθήσεις (αισθητηριακές εμπειρίες που δεν είναι πραγματικές, όπως το να ακούς φωνές).

Εκτός από το να ακούνε φωνές, οι ασθενείς με διασχιστική διαταραχή ταυτότητας μπορεί να έχουν οπτικές, απτικές, οσφρητικές και γευστικές ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτό μπορεί να διαγνωσθούν λανθασμένα με κάποια ψυχωτική διαταραχή. Ωστόσο, αυτά τα συμπτώματα ψευδαισθήσεων διαφέρουν από τις τυπικές ψευδαισθήσεις ψυχωτικών διαταραχών όπως είναι η σχιζοφρένεια. Οι ασθενείς με διασχιστική διαταραχή ταυτότητας βιώνουν αυτά τα συμπτώματα σα να προέρχονται από μια εναλλακτική ταυτότητα (π.χ. σαν κάποιος άλλος να ήθελε να κλάψει με τα μάτια τους).

Η κατάθλιψη, το άγχος, η κατάχρηση ουσιών, ο αυτο-τραυματισμός, ο αυτο-ακρωτηριασμός, μη επιληπτικοί σπασμοί, αυτοκτονική συμπεριφορά και σεξουαλική δυσλειτουργία, βία, επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, είναι συνήθη συνοδά συμπτώματα.

Η εναλλαγή των ταυτοτήτων και τα φράγματα αμνησίας ανάμεσά τους, συχνά οδηγούν σε χαοτική ζωή. Σε γενικές γραμμές, οι ασθενείς προσπαθούν να υποβαθμίσουν τα συμπτώματά τους και την επίδραση που έχουν στους άλλους.

Αμνησία

Οι ασθενείς συνήθως έχουν διασχιστική αμνησία που εκδηλώνεται ως:

  • Κενά στη μνήμη για προσωπικά γεγονότα του παρελθόντος (π.χ. χρονικές περιόδους κατά την παιδική ηλικία ή την εφηβεία, θάνατο ενός συγγενή κοκ.)
  • Κενά/απώλεια/εξασθένιση της αξιόπιστης μνήμης (π.χ. τι συνέβη σήμερα, καλά μαθημένες δεξιότητες όπως το πώς να χρησιμοποιείς υπολογιστή κοκ.)
  • Ανακάλυψη αποδεικτικών στοιχείων για πράγματα που έχεις κάνει αλλά δεν θυμάσαι καθόλου ότι τα έχεις κάνει.

Ένα άτομο με ΔΔΤ μπορεί επανειλημμένως να συναντά ανθρώπους που φαίνονται να τον γνωρίζουν αλλά εκείνος δεν τους αναγνωρίζει. Μπορεί επίσης να βρίσκει πράγματα που δεν θυμάται ότι τα αγόρασε.

Το άτομο μπορεί να «χάνει» κάποια χρονικά διαστήματα. Μπορεί να ανακαλύπτει αντικείμενα αγορών ή δείγματα γραφής που δεν μπορεί να εξηγήσει ή να αναγνωρίσει. Μπορεί επίσης να ανακαλύπτει ότι βρίσκεται σε διαφορετικό μέρος από το τελευταίο που θυμάται ότι βρισκόταν και δεν έχει ιδέα γιατί ή πώς έφτασε εκεί. Σε αντίθεση με τους ασθενείς με διαταραχή μετατραυματικού στρες, οι ασθενείς με διασχιστική διαταραχή ταυτότητας ξεχνούν καθημερινά γεγονότα καθώς και αγχωτικά ή τραυματικά γεγονότα.

Οι ασθενείς διαφέρουν ως προς την επίγνωσή τους για την αμνησία. Μερικοί προσπαθούν να το κρύψουν. Η αμνησία μπορεί να παρατηρείται από τους άλλους όταν οι ασθενείς δεν μπορούν να θυμηθούν πράγματα που έχουν πει και κάνει ή σημαντικές προσωπικές πληροφορίες όπως το όνομά τους.

Θεραπευτική αντιμετώπιση

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της διασχιστικής διαταραχής ταυτότητας επικεντρώνεται σε 2 βασικούς άξονες:

  • Υποστηρικτική φροντίδα και φαρμακευτική αγωγή κατά περίπτωση για τα συνοδά συμπτώματα.
  • Ψυχοθεραπεία επικεντρωμένη σε μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση των εναλλακτικών καταστάσεων προσωπικότητας (διαφορετικών ταυτοτήτων), ό, που είναι εφικτό.

Η ενσωμάτωση των εναλλακτικών καταστάσεων προσωπικότητας είναι η πιο επιθυμητή έκβαση της θεραπείας της ΔΔΤ. Φαρμακευτική αγωγή μπορεί να χορηγηθεί για να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης, του άγχους, παρορμητικότητας και κατάχρησης ουσιών αλλά δεν αποκαθιστούν αυτή καθ’ αυτή την διάσχιση.

Η αγωγή για την επίτευξη ενσωμάτωσης των διαφορετικών ταυτοτήτων επικεντρώνεται στην ψυχοθεραπεία. Για τους ασθενείς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσπαθήσουν την ενσωμάτωση (ενδεχομένως επειδή οι διαφορετικές ταυτότητες τους βοηθούν να αντεπεξέρχονται στον πόνο), η θεραπεία έχει ως στόχο να διευκολύνει τη συνεργασία και τη σύμπραξη μεταξύ των ταυτοτήτων και να απαλύνει τα συμπτώματα.

Η πρώτη προτεραιότητα της ψυχοθεραπείας είναι η σταθεροποίηση του ασθενή και η εδραίωση της ασφάλειας, πριν από την αξιολόγηση των τραυματικών εμπειριών και τη διερεύνηση των προβληματικών ταυτοτήτων και των αιτών της αποσύνδεσης. Η αίσθηση ασφάλειας είναι προϋπόθεση για να μπορέσει ο ασθενής να εκφράσει και να επεξεργαστεί οδυνηρές αναμνήσεις. Μερικοί ασθενείς ωφελούνται από νοσηλεία σε νοσοκομείο, κατά την οποία παρέχεται συνεχής υποστήριξη και παρακολούθηση καθώς γίνεται επεξεργασία των οδυνηρών αναμνήσεων.

Η κλινική ύπνωση είναι μια θεραπευτική τεχνική που χρησιμοποιεί τη βαθιά χαλάρωση, τη συγκέντρωση και εστιασμένη προσοχή για να επιτευχθεί μια διαφοροποιημένη κατάσταση συνειδητότητας ή επίγνωσης, επιτρέποντας στο θεραπευόμενο να διερευνήσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που μπορεί να είναι αποκομμένες από τη συνείδησή του (ασυνείδητες). Αυτή η τεχνική μπορεί να βοηθήσει για την πρόσβαση στις διαφορετικές ταυτότητες, διευκολύνοντας την επικοινωνία μεταξύ τους, καθώς και τη σταθεροποίηση και την ερμηνεία τους.

Ειδικές τεχνικές έκθεσης μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να απευαισθητοποιηθούν σταδιακά οι ασθενείς σε τραυματικές μνήμες, οι οποίες μερικές φορές είναι ανεκτές μόνο αποσπασματικά. Μία ακόμη αποτελεσματική προσέγγιση στη θεραπεία των αποσυνδετικών διαταραχών είναι το Comprehensive Resource Model (CRM) ή Resource Brainspotting

Αφού γίνει η διερεύνηση και επεξεργασία των αιτών της αποσύνδεσης, η θεραπεία μπορεί να προχωρήσει προς την επανασύνδεση, την ενσωμάτωση και την αποκατάσταση των εναλλακτικών «εαυτών» του ασθενή σε μία ενιαία λειτουργική ταυτότητα. Ένα μέρος της ενσωμάτωσης συμβαίνει αυθόρμητα κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Η ενσωμάτωση μπορεί να ενθαρρυνθεί περαιτέρω μέσω της διαπραγμάτευσης, της διευθέτησης και ενοποίησης των ταυτοτήτων ή μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση υπνωτικής υποβολής και καθοδηγούμενης φαντασίας.

Άλλοι σημαντικοί στόχοι είναι η αποκατάσταση των σχέσεων, της κοινωνικής λειτουργικότητας και η ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων διαχείρισης της ζωής.

Οι ασθενείς που έχουν τραυματιστεί, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, μπορεί να έχουν την προδιάθεση να «αναμένουν» περαιτέρω κακοποίηση κατά τη διάρκεια της θεραπείας και να αναπτύξουν πολύπλοκες μεταβιβαστικές αντιδράσεις προς το θεραπευτή τους. Η συζήτηση πάνω σε αυτά τα ευνόητα συναισθήματα είναι ένα σημαντικό συστατικό μιας αποτελεσματικής ψυχοθεραπείας.

Οι άνθρωποι με ΔΔΤ γενικά ανταποκρίνονται καλά στη θεραπεία. Ωστόσο, η θεραπεία μπορεί να είναι μια μακριά και επίπονη διαδικασία. Κάποιοι ασθενείς είναι απρόθυμοι να επανασυνδέσουν τις ξεχωριστές τους ταυτότητες, επειδή αισθάνονται ότι αυτές οι διαφορετικές ταυτότητες τους βοηθούν κατά κάποιον τρόπο να αντεπεξέρχονται στις αντιξοότητες. Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση ωστόσο, προκειμένου να βελτιωθεί η προοπτική του ατόμου, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν οποιαδήποτε άλλα προβλήματα ή επιπλοκές, όπως η κατάθλιψη, το άγχος ή η κατάχρηση ουσιών.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr