Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Πως μιλάμε στα παιδιά για το θάνατο;

Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, τα παιδιά μπορούν να διαχειρίζονται τους δύσκολους αποχωρισμούς με μεγαλύτερη άνεση απ’ ότι οι ενήλικες. Όσο νωρίτερα μάθουμε να αντιμετωπίζουμε το οδυνηρό συναίσθημα του αποχωρισμού, τόσο πιθανότερο είναι να αναπτύξουμε τακτικές για να βιώνουμε, χωρίς μεγάλη συντριβή, τους αναπόφευκτους μικρούς ή μεγάλους αποχωρισμούς της ζωής.

Τον αποχωρισμό ακολουθεί συχνά μια νέα αρχή

Την πρώτη μεγάλη απώλεια τη βιώνει ο άνθρωπος όταν γεννιέται. Πρόκειται για έναν μεγάλο αποχωρισμό και μια σοβαρή απώλεια της συμβιωτικής σχέσης που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η γέννηση είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα για το πόσο απαραίτητοι είναι μερικοί αποχωρισμοί στη ζωή μας. Αν δεν ήταν επιτυχής ο χωρισμός μητέρας και παιδιού στη γέννα, θα πέθαιναν και οι δύο.

Από την πρώτη μας μέρα στη ζωή λοιπόν, βιώνουμε μια σειρά από διαδοχικούς αποχωρισμούς. Αλλά καθώς μεγαλώνουμε δεν θυμόμαστε τη δυσκολία τους γιατί βλέπουμε μόνο τις θετικές τους συνέπειες. Όταν η μητέρα επιλέγει να θηλάσει το μωρό της, κουράζεται κάποιες φορές να έχει μόνη της την αποκλειστική φροντίδα του και χαίρεται στη σκέψη ότι όταν τελειώσει αυτή η φάση, θα μπορεί να συμμετέχει πιο ενεργητικά κι ο πατέρας του παιδιού. Ωστόσο, σο τέλος του θηλασμού είναι ένας αποχωρισμός από μια πολύ στενή σχέση μητέρας-παιδιού, που με τον απογαλακτισμό τελειώνει οριστικά.

Αυτοί οι αποχαιρετισμοί επαναλαμβάνονται συχνά, μέχρι τα παιδιά να μεγαλώσουν και να αυτονομηθούν. Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο αυτούς τους χωρισμούς. Άλλοι λυπούνται βαθιά για την απώλεια και άλλοι χαίρονται για την ελευθερία που μόλις απέκτησαν.

Πως μπορούν να βοηθήσουν οι ενήλικες

Η εμπειρία του θανάτου ενός κοντινού μας προσώπου είναι πολύ επώδυνη για ένα παιδί προσχολικής ηλικίας, επειδή εξαρτάται απ’ τους ενήλικες. Μόνο δίπλα τους νιώθει σίγουρο και προφυλαγμένο. Η κατάσταση του οριστικού που εμπεριέχει η έννοια του θανάτου, προκαλεί φόβο στα παιδιά. Για να μπορέσει να κατανοήσει πλήρως και να προσαρμοστεί στις αλλαγές, το παιδί χρειάζεται χρόνο. Μπορεί, για παράδειγμα, να ρωτήσει: «Εντάξει η γιαγιά είναι νεκρή, αλλά γιατί δε θα είναι μαζί μας τα Χριστούγεννα;». Του παίρνει χρόνο να καταλάβει ότι η γιαγιά έφυγε οριστικά και για πάντα.

Εκείνο το διάστημα το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με πολλά και έντονα συναισθήματα. Λυπάται για την απώλεια και θυμώνει που η γιαγιά έφυγε και το άφησε μόνο του. Φοβάται ότι ο θάνατος θα μπορούσε να αρπάξει και τους γονείς του ή και το ίδιο.

Σ’ αυτή την ηλικία το παιδί έχει ελάχιστες δυνατότητες να ξεκαθαρίσει και ν’ αναγνωρίσει αυτά τα συναισθήματα. Συχνά του λείπουν οι λέξεις για να συνδέσει τα συναισθήματά του με την κατάσταση. Είναι πιθανό, για παράδειγμα, μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, ν’ αρχίσει να ενοχλεί ή και να χτυπάει τα άλλα παιδιά στον παιδικό σταθμό. Μια προσεκτική παιδαγωγός μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση και να παρακινήσει το παιδί να μιλήσει για το θυμό του κι έτσι να το λυτρώσει από την οδύνη της απώλειας.

Οι ενήλικες χρειάζεται ν’ αφιερώσουν χρόνο για να συζητήσουν με τα παιδιά, γιατί όσο περισσότερο τα παιδιά νιώθουν ότι οι ενήλικες παίρνουν στα σοβαρά τα αισθήματα και τις ανησυχίες τους, τόσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη αποκτούν στις δυνατότητές τους. Κεντρικό ζήτημα είναι η ειλικρίνεια και στις σχέσεις των ενήλικων (γονιών ή παιδαγωγών) προς τα παιδιά και στις σχέσεις των ενήλικων μεταξύ τους. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην αλήθεια. Οι ενήλικες χρειάζεται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους στα παιδιά με ειλικρίνεια αλλά και με κατανοητό τρόπο ώστε να μπορέσουν και τα παιδιά με τη σειρά τους να εκφράσουν τα δικά τους συναισθήματα.

Τα συναισθήματα είναι εκφράσεις του εσωτερικού μας κόσμου και γι’ αυτό χρειάζεται να τα βιώνουμε σε όλη τους την έκταση, ως μοναδικά, ειλικρινή και σημαντικά. Υπάρχουν ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα και συνήθως τα παιδιά (αλλά και οι ενήλικες) αξιολογούν τα δυσάρεστα ως «κακά» συναισθήματα, με αποτέλεσμα να τα αποφεύγουν. Έτσι όμως χάνουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους και να τα’ αποδεχτούν σαν μια έκφραση του τι συμβαίνει κάθε φορά στον εσωτερικό τους κόσμο. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η συνεχής και ειλικρινής επικοινωνία του ανθρώπου με τα συναισθήματά του αποτελεί πυξίδα για τη διαμόρφωση της ζωής του και την επιλογή των συντρόφων του.

Ο θάνατος και το πένθος σαν θέμα συζήτησης στην οικογένεια

Δεν πρέπει να αποκλείουμε τα παιδιά από τις σχετικές συζητήσεις, από την κηδεία ή τις τελετές πένθους. Και οι ενήλικες δεν πρέπει να κρύβουν τα συναισθήματά τους από τα παιδιά. Ούτως ή άλλως, τα παιδιά καταλαβαίνουν πότε οι γονείς τους είναι λυπημένοι ή απελπισμένοι. Όταν κρυβόμαστε ή υπεκφεύγουμε, απλώς εντείνουμε τη σύγχυσή τους και τους μαθαίνουμε ότι δεν επιτρέπεται να δείχνουν ορισμένα συναισθήματα. Τα παιδιά επίσης μαθαίνουν σιγά-σιγά ότι κλαίμε για πολλούς λόγους, είτε από μεγάλη χαρά ή από βαθιά συγκίνηση. Κι όλα αυτά θα τα ζήσουν πολλές φορές στη ζωή τους.

Οι ενήλικες αποτελούν θετικό πρότυπο για να μπορούν τα παιδιά να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους όταν:

  • Δεν απορροφώνται από τη λύπη τους. Δίνουν και πάλι την προσοχή τους στα παιδιά. Μιλάνε στα παιδιά για το πένθος τους αλλά ταυτόχρονα έχουν ανοιχτά τα’ αυτιά τους για τα καθημερινά θέματα των παιδιών.
  • Μεταδίδουν στα παιδιά τη βεβαιότητα ότι δεν είναι υπεύθυνα για την οδύνη που βιώνουν οι γονείς.
  • Δεν περιμένουν από τα παιδιά παρηγοριά, συμβουλή ή υποστήριξη.
  • Επιτρέπουν στα παιδιά να αισθάνονται άβολα και να το λένε.
  • Δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να μιλήσουν για το κλάμα, γιατί μπορεί να τρομάξουν βλέποντας ίσως για πρώτη φορά, έναν ενήλικα να κλαίει. Τους εξηγούν ότι οι ενήλικες χρειάζονται να κλαίνε μερικές φορές και αυτό τους κάνει καλό.

Αν ο γονέας δυσκολεύεται να δώσει υποστήριξη στο παιδί, επειδή υποφέρει ο ίδιος από το πένθος, είναι σκόπιμο να ζητήσει από κάποιον ενήλικα που είναι κοντά στο παιδί, να πάρει αυτό το ρόλο για ένα διάστημα.

Επίσης είναι καλό να ενημερώσουν οι γονείς τους νηπιαγωγούς, τους δασκάλους ή άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το παιδί, ώστε αυτοί να μπορούν να δείξουν ευαισθησία αν το παιδί αλλάξει συμπεριφορά ή παρουσιάσει ιδιαίτερες ανάγκες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

(Το άρθρο είναι βασισμένο στο βιβλίο «Η Γιαγιά πήγε στον ουρανότου Heike Baum.)

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων  https://www.psychotherapeia.net.gr